- ἀθέλεος
- ἀθέλ-εος, ον, ([etym.] θέλω) = sq., dub. l. A.Supp.862 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθέλεος — ἀθέλεος, ον (Α) [θέλεος] αθέλητος, ακούσιος, εκών άκων … Dictionary of Greek
ἀθέλεος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλεος — θέλεος, ον (Α) αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμος («θέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε εος] … Dictionary of Greek